- γεοειδής
- γεοειδής (-οῡς), -ές (Α)ο όμοιος με χώμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεοειδῆ — γεοειδής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γεοειδής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γεοειδής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεοειδοῦς — γεοειδής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεοειδέων — γεοειδής masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Жеода — Эта статья о геологическом образовании, о кинотеатре в Париже см. Ля Жеод. Распиленная и отполированная жеода Жеода, жеод (фр. géode от др … Википедия
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek